- ἀθετεῖ
- ἀθετέωset at naughtpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀθετέωset at naughtpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀθέτει — ἀ̱θέτει , ἀθετέω set at naught imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀθετέω set at naught pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀθετέω set at naught imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отълагатисѧ — ОТЪЛАГА|ТИСѦ (7*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Отрекаться, отвергать: кдѣ ѹбо сѹ(т) нынѣ иже мнишьскѹю жизнь съ инѣми ап(с)лкѹю цр҃квь бж(с)твьныхъ предани˫а же и закона иконоборьци неч(с)тиво и неразѹмно ѿлагающе(с) и небрегуще. (ἀποβαλλόμενοι) ГА XIV1,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καταπατητής — ο (AM καταπατητής) [καταπατώ] νεοελλ. 1. αυτός που καταλαμβάνει αυθαίρετα ξένη ιδιοκτησία, ο σφετεριστής 2. αυτός που αθετεί υπόσχεση που έδωσε μσν. κλέφτης μσν. αρχ. ανιχνευτής, κατάσκοπος, καταδότης («μὲ πονηρίαν ἀπέστειλεν τοὺς καταπατητάδες… … Dictionary of Greek
προδότης — ο, ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. προδοτής, και θηλ. τ. προδότρια και προδότρα και προδότισσα, Ν, και θηλ. τ. προδότις, ιδος, Α [προδίδωμι] 1. αυτός που αθετεί όρκο ή ηθική αρχή ή υποχρέωση (α. «προδότης τού αγώνα» β. «προδότης τών ὅρκων», Λυσ.) 2. αυτός … Dictionary of Greek
όμως — (ΑΜ ὅμως) (εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ) αρχ. 1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ ὅμως,… … Dictionary of Greek
επίορκος — η, ο που καταπατά τον όρκο του, που αθετεί ένορκη υπόσχεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραβάτης — ο πληθ. ες, ών, αυτός που παραβαίνει νόμο, αθετεί λόγο, όρκο ή δεν τηρεί υπόσχεση: Με το νέο Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας οι παραβάτες τιμωρούνται αυστηρότερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδότης — ο θηλ. δότρα και δότισσα 1. αυτός που προδίνει την πατρίδα του. 2. αυτός που αθετεί τις ηθικές υποχρεώσεις του. 3. αυτός που αποκαλύπτει μυστικά ή κάποιον που κρύβεται: Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη όμως κανένας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)